- φιλοτιμιούμαι
- Νβλ. φιλοτιμούμαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοτιμούμαι — φιλοτιμοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ, και ενεργ. τ. φιλοτιμώ και φιλοτιμῶ, έω, ΝΜ, και φιλοτιμώ, άω, και φιλοτιμιούμαι, και φιλοτιμιέμαι, Ν [φιλότιμος] νεοελλ. 1. ενεργ. διεγείρω την φιλοτιμία κάποιου 2. μέσ. α) παρακινούμαι από φιλοτιμία να κάνω κάτι… … Dictionary of Greek
φιλοτιμώ — φιλοτίμησα, φιλοτιμήθηκα 1. μτβ., διεγείρω τη φιλοτιμία κάποιου, τον κάνω να δείξει ζήλο, να φανεί φιλότιμος: Ο λοχαγός τούς φιλοτίμησε για την επίθεση. 2. το μέσ., φιλοτιμούμαι και φιλοτιμιούμαι και φιλοτιμιέμαι παρακινούμαι από φιλοτιμία να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)